- αφάσκιωτος
- -η, -ο1. ο δίχως φασκιές, ασπαργάνωτος2. χωρίς επίδεσμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφάσκιωτος — η, ο αυτός που δεν τον τύλιξαν με τη φασκιά: Τα μωρά τώρα τα μεγαλώνουν αφάσκιωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)